Μέμφιδος

Μέμφιδος
Μέμφις
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ACANTHOS — Graece Α῎κανθος, seu Α᾿κανθῶν πόλις, Urbs Aegypti, non procul a Memphi, in eodem latere, Libyco videlicet ab arbore Aegypti celebri, quae ἄκανθος, h. e. Spina, nomen adepta, quod in eâ esset spinae Thebaicae ingens lucus. Stephanus, Α῎κανθος,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ζόσερ — Όνομα δύο φαραώ της Μέμφιδος της 3ης δυναστείας (2800 2700 π.Χ.). Επίσης είναι γνωστοί και με το όνομα Ντζέσερ. Στα μνημεία της εποχής του, ο Ζ. Α’, για τον οποίο υπάρχουν πληροφορίες, αυτοαποκαλείται Ώρος Νετζερικχέτ. Στις μέρες του, η… …   Dictionary of Greek

  • Μαριέτ, Φρανσουά Ογκίστ — (Francois Auguste Mariette, Βουλόνη 1821 – Κάιρο 1881). Γάλλος αιγυπτιολόγος και αρχαιολόγος. Το 1851 διενήργησε ανασκαφές στην περιοχή της αρχαίας Μέμφιδος κοντά στο Κάιρο και ανακάλυψε τα ερείπια του ναού του Σέραπη, στις υπόγειες στοές του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”